- δολιοφθορά
- ηκαταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… … Dictionary of Greek
νεολογισμός — Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση… … Dictionary of Greek
υπονόμευση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών 2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση τής κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)… … Dictionary of Greek
σαμποτάζ — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. δολιοφθορά, σκόπιμη καταστροφή εγκαταστάσεων: Οι παρτιζάνοι έκαναν σαμποτάζ στη ναυτική βάση των εχθρών. 2. σκόπιμη παρακώλυση εργασιών: Θα πετύχαινε αν δεν του έκαναν σαμποτάζ οι συνεργάτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμποτάρισμα — το, ατος 1. δολιοφθορά. 2. κωλυσιεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαμποτάρω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παρεμποδίζω σκόπιμα την πραγματοποίηση κάποιου έργου: Μερικοί σαμποτάρουν το κυβερνητικό έργο. 2. κάνω δολιοφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)